- δεκρέτο
- το (AM δεκρέτον, Μ και δέκρετον, δέκρητον, δεκρῆτον)διάταξη δικαστηρίου, άδεια που χορηγείται με δικαστική απόφασημσν.απόφαση ή διάταγμα τού αυτοκράτορααρχ.απόφαση ή διάταγμα τού αυτοκράτορα ή άλλης αρχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. dēcrētum].
Dictionary of Greek. 2013.